Dictionary of Greek. 2013.
ὑποπίκρως — ὑπόπικρος somewhat bitter adverbial ὑπόπικρος somewhat bitter masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόπικρος — η, ο / ὑπόπικρος, ον, ΝΑ [πικρός] ο κάπως πικρός, πικρούτσικος. επίρρ... ὑποπίκρως Μ κάπως πικρά … Dictionary of Greek